- μουφλούζης
- ο обл банкрот, разорившийся человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουφλούζης — α, ικο (Μ μουφλούζης, α, ικο) (ως επίθ. και ως ουσ.) χρεωκοπημένος, αυτός που έχει πτωχεύσει, που έχει καταρρεύσει οικονομικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muflus] … Dictionary of Greek
μουφλούζης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), αυτός που έχασε την περιουσία του, ο χρεοκόπος: Είναι μουφλούζης και ζητάει δανεικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουφλουζεύω — [μουφλούζης] γίνομαι μουφλούζης, χρεωκοπώ, πτωχεύω … Dictionary of Greek
mofluz — MOFLÚZ, Ă, mofluji, ze, s.m. şi f., adj. 1. (înv.) (Om) falit; (om) sărăcit, ruinat; (om) sărac. ♢ expr. A ieşi (sau a rămâne) mofluz = a da faliment. 2. (Om) înşelat, păgubit; p. ext. (om) nemulţumit, dezamăgit, blazat. [pl. şi: mofluzi. – var … Dicționar Român